άθερος

άθερος
-η, -ο
αυτός που δεν θερίστηκε, ο αθέριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θερίζω
πρβλ. καρπίζω-άκαρπος, σπλαχνίζομαι-άσπλαχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άθερος — η, ο αυτός που δε θερίστηκε, αθέριστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθέρος — ἀθήρ awn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Атеросклероз — Изменения в сосуде (процесс развития а …   Википедия

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

  • αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”